Home > Term: ακτινοβολίας
ακτινοβολίας
Η άμεση, διάχυτο και αντανακλάται η ηλιακή ακτινοβολία που χτυπά μια επιφάνεια. Συνήθως εκφράζεται σε κιλοβάτ ανά τετραγωνικό μέτρο. Ακτινοβολίας, πολλαπλασιαζόμενο επί ώρα ισούται με ηλιασμός.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Energy
- Category: Solar power
- Company: U.S. DOE
0
Creator
- Golgotha
- 100% positive feedback